Αποστάγματα - Ποτό

Ας μιλήσουμε για Ρούμι – Εισαγωγή

Ο «βασιλιάς της Καραϊβικής» έχει πλέον παρουσία σε κάθε γωνιά του κόσμου. Και μάλλον άργησε. Γιατί ποιος  δεν θα ήθελε να δοκιμάσει ένα ποτό που το όνομα του προέρχεται από τη λέξη rumbullion, που σημαίνει «διασκέδαση και οχλαγωγία».

Ως αποτέλεσμα ιστορικών λόγων που συνδέονται με τις βασικές περιοχές παραγωγής του, το ρούμι άργησε να γίνει πραγματικά  ‘παγκόσμιο προϊόν’, και παρέμεινε για αρκετό καιρό στη σκιά αποσταγμάτων όπως το ουίσκι, το κονιάκ, το τζιν και η βότκα. Στη σειρά αυτή άρθρων, θα εξερευνήσουμε τον εξαιρετικά ενδιαφέρον κόσμο του ρούμι, σε μια εποχή που επανέρχεται δυναμικά και κερδίζει συνεχώς δρόμο έναντι των ανταγωνιστών του.

Η ιστορία του ρούμι είναι συνυφασμένη με αυτή του ζαχαροκάλαμου. Η συστηματική καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου ξεκινάει από την Ινδονησία και φτάνει στην Ευρώπη τον 11ο αιώνα. Πορτογάλοι και Ισπανοί θαλασσοπόροι το φυτεύουν στα Κανάρια Νησιά και στις Αζόρες και ο Κολόμβος το μεταφυτεύει στην Καραϊβική, όπου υπάρχουν οι ιδανικές κλιματικές συνθήκες για την καλλιέργειά του. Τους 18ο και 19ο αιώνα εξαπλώνεται στην Τζαμάικα, την Αϊτή και στο Τρινιντάντ, για να ακολουθήσουν η Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο. Ουσιαστικά, οι Ευρωπαίοι άποικοι, αντιλαμβανόμενοι τα τεράστια περιθώρια κέρδους εμπορίας ζάχαρης από ζαχαροκάλαμα, προωθούν την καλλιέργεια τους. Καρπώνονται όμως το σύνολο της ζάχαρης που προκύπτει.  Οι ντόπιοι, μαθαίνοντας τη τέχνη της απόσταξης από τους αποικιοκράτες,  προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τα υπολείμματά του ζαχαροκάλαμου, και έτσι προκύπτουν διάφορες μελάσες ή/και ρούμι. Ευτυχώς για αυτούς, το ζαχαροκάλαμο και τα υπολείμματα του είναι από τις πιο κατάλληλες για απόσταξη πρώτες ύλες. Από τη ζύμωση και απόσταξη του χυμού ή της μελάσας του ζαχαροκάλαμου προκύπτει ένα διαυγές αλκοολούχο απόσταγμα, για το οποίο υπάρχουν δύο επιλογές: είτε να εμφιαλωθεί αμέσως φρέσκο (το λευκό ρούμι) είτε να ακολουθήσει μια διαδικασία παλαίωσης σε βαρέλια, όπου χρόνο με το χρόνο το χρώμα του σκουραίνει. Το προϊόν γίνεται ταχύτατα δημοφιλές στους ντόπιους πληθυσμούς και στις περισσότερες αποικίες, αλλά δεν έχει αντίστοιχη διάδοση στον υπόλοιπο κόσμο, αν και εδραιώνεται σημαντικά, όταν ο Βρετανικός Βασιλικός Στόλος κατακτά την Τζαμάικα και το ποτό που συνόδευε μέχρι τότε το γεύμα των πληρωμάτων, από γαλλικό μπράντι, άλλαξε, σε ρούμι.

Οι συγκριτικά άσχημες οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στο σύνολο των χωρών μαζικής καλλιέργειας ζαχαροκάλαμου δεν επέτρεψαν στο ρούμι να ‘ωριμάσει’ ως προϊόν με τη ταχύτητα που άλλα αποστάγματα, από πλουσιότερες χώρες,  βελτιώθηκαν, τυποποιήθηκαν, απέκτησαν μίνιμουμ στάνταρ ποιότητας κλπ. Έτσι, ως καθαρό  ποτό παρέμεινε για πολύ καιρό είτε επιλογή των ντόπιων, είτε των ναυτικών που ταξίδευαν στις περιβάλλουσες θάλασσες. Η βασική εικόνα του παρέμεινε αυτή του ποτού που προτιμούν οι πειρατές, σε αντιδιαστολή με την εικόνα του ουίσκι, του τζιν ή του brandy, που συνδέθηκαν με τους πλούσιους αποίκους και την ευρωπαϊκή αριστοκρατία.

Ακόμη και σήμερα, παρά την εξέλιξη του, το ρούμι παραμένει, κατά κύριο λόγο, ποτό που χρησιμοποιείται για κοκτέιλ και έχει περιορισμένη ζήτηση ως καθαρό ποτό. Και αυτό ίσως αδικεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον προϊόν, που έχει κάνει άλματα τις τελευταίες δεκαετίες σε επίπεδο ποιότητας, αριθμού ετικετών, πολυπλοκότητας, ωριμότητας κλπ. Παρά τα προβλήματα εικόνας πάντως, το ρούμι ζει περίοδο εντυπωσιακής ανάπτυξης, τόσο σε μερίδιο αγοράς όσο και σε ποιοτική αναβάθμιση. Και η σειρά αυτή άρθρων ελπίζει να προσελκύσει και άλλους πιστούς στο club των rum-lovers.

Καταρχήν, ας αφήσουμε πίσω μας την κλασσική λάθος ερώτηση. Απλά δεν υπάρχει «το καλύτερο ρούμι»! Η ιδέα του «καλύτερου» είναι εξίσου παράλογη στο ρούμι όσο και στο κρασί, το ουίσκι ή οποιοδήποτε άλλο ποτό. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία και κανένα ρούμι δεν είναι τέλειο για όλες τις περιστάσεις και για κάθε ουρανίσκο. Χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σαφείς ποιοτικές διαφορές ανάμεσα σε ετικέτες.

Κάθε ρούμι είναι αποτέλεσμα τέχνης, παράδοσης και αυτό που στον κόσμο των ποτών ονομάζεται terroir : o συνδυασμός μοναδικών κλιματολογικών και εδαφολογικών συνθηκών, όπως αυτοί διαμορφώνονται και με την ανθρώπινη παρέμβαση (τεχνικές καλλιέργειας, εμπλουτισμός εδάφους, προστασία από εξωγενείς απειλές…). Αρκετά από αυτά θα τα συζητήσουμε στη συνέχεια των άρθρων αυτών.  Πάντως, αυτό που είναι κεντρικό στο ρούμι και επηρεάζει όλα τα παραπάνω (τέχνη, παράδοση και terroir) είναι η γεωγραφία.

Ο μεγάλος όγκος ρούμι παράγεται ακόμη και σήμερα στη Καραϊβική, με τη Λατινική Αμερική να ακολουθεί. Πλέον όμως, ρούμι παράγεται σε μια ασυνήθιστα ευρεία γκάμα χωρών όπως: Σκωτία, Αυστρία, Ισπανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Φιλιππίνες, Νότιος Αφρική, Ταϊβάν, Ιαπωνία, ΗΠΑ, Καναδά, Ινδία. Και, όπως μπορεί κάποιος να φανταστεί, ένα ρούμι που παράγεται στην Αυστρία (πχ Stroh) δεν μπορεί παρά να έχει μεγάλες διαφορές από ένα ρούμι που παράγεται στη Κούβα (Santiago de Cuba).

Περισσότερα στη συνέχεια της σειράς. ‘Όσοι νιώθουν ήδη μια δίψα πάντως, το Monkey διαθέτει μια μεγάλη συλλογή σε premium rums – yo ho ho captain!

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *